- λουδοβίκειο
- τοβλ. λουδοβίκειος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουδοβίκειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν από τους Λουδοβίκους, βασιλείς τής Γαλλίας 2. το ουδ. ως ουσ. το λουδοβίκειο και λουδοβίκι α) παλαιό χρυσό γαλλικό νόμισμα που κόπηκε επί Λουδοβίκου ΙΓ και απέκτησε κατά καιρούς διάφορα βάρη και… … Dictionary of Greek
λουίζιο — το το λουδοβίκειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. louis < όν. τού βασιλιά τής Γαλλίας Louis XIII] … Dictionary of Greek
ναπολεόνι(ο) — το παλαιότερο χρυσό γαλλικό εικοσόφραγκο που κόπηκε για πρώτη φορά το 1805 και ονομαζόταν επίσης λουδοβίκειο, κν. λουίζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. napoleon < Ναπολέων] … Dictionary of Greek
Μονακό — Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Γαλλία σε μήκος 4,4 χλμ. και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα σε μήκος 4,1 χλμ. Tο πρώτο σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1911 και τροποποιήθηκε τον Nοέμβριο του 1917, ίσχυσε έως τις 29 Iανουαρίου του 1959,… … Dictionary of Greek